- τριακοντάδα
- η / τριακοντάς, -άδος, ΝΜΑσύνολο που αποτελείται από τριάντα πρόσωπα ή πράγματααρχ.1. ο αριθμός τριάντα2. το τριακοστό μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. πεντηκοντ-άδα), βλ. και λ. τριακάς].
Dictionary of Greek. 2013.